Ηλεκτρονική εφημερίδα με νέα της περιοχής Αμυνταίου – Φλώρινας και όχι μόνο… από το 2008

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Tο Γυμνάσιο Αμυνταίου διακρίθηκε στο Πανελλήνιο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα "Κύπρος: 1974-2014. Δεν ξεχνώ, Διεκδικώ, Δημιουργώ"

Σας ανακοινώνουμε ότι το Γυμνάσιο Αμυνταίου  διακρίθηκε στο  Πανελλήνιο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα "Κύπρος: 1974-2014. Δεν ξεχνώ, Διεκδικώ, Δημιουργώ". Στο πρόγραμμα συμμετείχαν 420 σχολικές μονάδες από την Ελλάδα, την Κύπρο και την Ομογένεια και πάνω από 20.000 μαθητές με 3.000 περίπου μαθητικές δημιουργίες. 

Η εκδήλωση βράβευσης των δημιουργιών θα γίνει την Τετάρτη 13 Μαίου 2015 και ώρα 12.00 το μεσημέρι στην Κεντρική Αίθουσα του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού και Θρησκευμάτων, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου και του Προέδρου της Δημοκρατίας .
Το σχολείο μας συμμετείχε με τα παρακάτω έργα: 

1.      Παραμύθι-Διήγημα    Υπεύθυνη  καθηγήτρια : Ωρολογά Θεοδώρα 
Παραμύθι : Υπάτιος Κερασίδης, Θεοδωρίδης Κων/νος, Σμιξιώτης Κωνσταντίνος
Διήγημα : Γιάντση Ειρήνη
2.      Εφημερίδα                  Υπεύθυνη  καθηγήτρια : Μπούτσκου Λεμονιά
Μαθητές :Σωματάκη Φωτεινή , Γεωργιάδου Ελευθερία, Τερζή Θωμαή, Κοσμίδου Ελένη, 
Λαζαρίδου Κων/να, Χατζηκωνσταντίνου Θεοδότα, Πέγιου Παρασκευή 
3.     Βίντεο                          Υπεύθυνος καθηγητής:  Βαλιάγας Τρύφωνας
Μαθητής : Κούρτης Δημήτριος 
4.   Παρουσίαση                Υπεύθυνος καθηγητής:  Μέτσιος  Απόστολος
Μαθητές: Ψωμά Πωλίνα, Σωματάκη Φωτεινή 
5.  Ποίημα -Τραγούδι       Υπεύθυνη  καθηγήτρια : Σερμπίνη Σουλτάνα
Μαθητές:  Γεωργιάδου Ελευθερία, Τερζή Θωμαή, Κοσμίδου Ελένη, 
Λαζαρίδου Κων/να, Μακρής Γεώργιος, Υπάτιος Κερασίδης, Λαζαρίδης Λάζαρος
6. Πίνακες     Υπεύθυνη  καθηγήτρια: Μπετζούνη Χριστιάνα 
Μαθήτριες: Δούμκου Όλγα , Μιχαηλίδου Εφη, Γεωργιάδου Πολίνα   

και βραβεύτηκε στην εφημερίδα, στο παραμύθι, στο διήγημα, στο ποίημα και στους πίνακες ζωγραφικής 
 Θερμά συγχαρητήρια στους μαθητές μας!!

O Διευθυντής του Σχολείου 

Ρώμας Ορέστης 



ΤΟ ΜΙΣΟ ΜΗΛΟ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ

                                 Στο χρυσοπράσινο του πέλαγου το φύλλο

Εκεί γεννήθηκε  η θεά της ομορφιάς.

Στην εποχή Της τελευταίας μοιρασιάς

Κρατά στο χέρι της μισό μονάχα μήλο.


Με τα φαντάσματα γυρνά στα κατεχόμενα

                               Μέσα  από δάκρυα πικρά αναδυομένη

Κι οι αγνοούμενοι φυτά αναρριχώμενα

Πάνω στην πράσινη γραμμή τη ματωμένη


Κόρη της θάλασσας του ήλιου θυγατέρα

Κόντρα στον άνεμο γυρεύει το μισό

Από το μήλο που χει χάσει το χρυσό

Να δει την Κύπρο μας ελεύθερη μια μέρα.


Με τα φαντάσματα γυρνά στα κατεχόμενα

                           Μέσα  από δάκρυα πικρά αναδυομένη

Στης ιστορίας τα θολά περιεχόμενα

Να μην υπάρχουνε στο τέλος προδομένοι.

Η ιστορία μια μικρής κύπριας

            Ξημέρωνε Κυριακή και η Άννα ήταν τόσο ευτυχισμένη . Σε  μερικές εβδομάδες  έρχονταν  τα γενέθλια της. Θα έκλεινε τα δώδεκα . Είχε γίνει πια μεγάλο κορίτσι. Όλα τα έβλεπε διαφορετικά τώρα . Ετοιμαζόταν να πάει στην εκκλησία , μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια της. Οι γονείς της δεν μπορούσαν να έρθουν,  είχαν δουλειά . Όμως καμάρωναν για τα τρία υπέροχα παιδάκια τους . Έτσι λοιπόν αφού η μικρή μας φίλη ετοιμάστηκε πήρε το δρόμο για την εκκλησία .
                 Μετά την λειτουργία συνάντησε τον Μιχάλη , την Μαρία , τον Γιάννη και την Μαργαρίτα . Ήταν η παρέα της. Ταιριάζανε. Όμως ταίριαζε  λίγο παραπάνω με τον Μιχάλη. Της άρεσε και του άρεσε. Αυτή ψηλή, ξανθιά , αδύνατη, με μάτια καταγάλανα σαν την θάλασσα. Εκείνος ψηλός, αδύνατος,  μελαχρινός, με μάτια μαύρα σαν τον ουρανό την νύχτα. Και όταν μιλούσαν οι δυο τους, η ώρα περνούσε τόσο γρήγορα που κανείς τους δεν το καταλάβαινε.
                 Έφυγε τρέχοντας για το σπίτι και άλλαξε  ρούχα για να βγει βόλτα με τους φίλους της . Μετά την βόλτα της τελείωσε τα μαθήματά της. Η ζωή της κυλούσε τόσο όμορφα . Παρ’ όλο που οι εποχές ήταν δύσκολες μιας και  η απειλή των Τούρκων από τον βορρά  προκαλούσε ανησυχία, εκείνης δεν της έλειπε τίποτα . Ήταν από εύπορη οικογένεια . Στο χωριό στο οποίο ζούσε  όλα ήταν τόσο γαλήνια.
                  Μία μέρα, λοιπόν, η Άννα θα έβγαινε βόλτα με την Μαργαρίτα.  Κάθισαν κάτω από το μεγάλο πλατάνι της πλατείας για να κρυφτούν από τον καυτό ήλιο. Η μέρα ήταν ζεστή και γινόταν ακόμα περισσότερο το απογευματάκι .  Η πλατεία βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του άρχοντα της περιοχής . Τα δύο κορίτσια μιλούσαν και γελούσαν ανέμελα, όταν κάποια στιγμή  είδαν ένα μαύρο πολυτελές αυτοκίνητο να σταματάει απότομα. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και από μέσα βγήκε ένας γκριζομάλλης άντρας, καλοντυμένος. Το παρουσιαστικό του φανέρωνε άντρα με μεγάλο κύρος.  Πίσω του ακολούθησαν άλλα δύο άτομα. Πήγαν κατευθείαν στο σπίτι  του άρχοντα και η πόρτα άνοιξε πριν προλάβουν να χτυπήσουν. Τους περίμενε, φαίνεται.  Τα κορίτσια  έτρεξαν και κρύφτηκαν κάτω από το ανοιχτό παράθυρο και άκουσαν τη συζήτηση του άρχοντα με τον παράξενο επισκέπτη.  Στην αρχή δεν καταλάβαιναν  και πολλά αλλά άκουσαν μια φράση που τους κόπηκαν τα πόδια.                                                                                                                                                - Θέλουμε να μας παραδώσεις το χωριό σου!                                                                                  Τα  κορίτσια τρελάθηκαν. Στη συνέχεια μια απάντηση ήχησε στ’ αυτιά τους:  -Oχι!                                                                                                                                          - Σκέψου το καλά. Θα συνεχίσεις να ζεις σαν βασιλιάς.  Δεν θα σου λείψει τίποτα. Όποιος μας βοηθήσει θα έχει ξεχωριστή θέση.                                                    – Η απάντησή μου είναι  ΟΧΙ!                                                                                                    - Τότε θα το πάρουμε με πόλεμο.                                                                                                         Δεν κάθισαν τα κορίτσια να περιμένουν άλλο. Έφυγαν πολύ προσεκτικά μην ακουστεί θόρυβος και τους ανακαλύψουν οι Τούρκοι ακόλουθοι που περίμεναν στην αυλή . Έτρεξαν στα σπίτια τους να ειδοποιήσουν τους δικούς τους . Όμως κανείς δεν τους πίστεψε. Το ίδιο βράδυ ο άρχοντας μάζεψε όλους τους άντρες του χωριού και τους ανακοίνωσε τα τρομερά νέα. Λίγες μέρες μετά , τα τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στην πατρίδα τους και εγκαταστάθηκαν μερικά  χιλιόμετρα απ’ το χωριό. Ετοιμάζονταν να επιτεθούν .
                     Ο στρατός του άρχοντα είχε πάρει θέσεις μάχης. Όλοι οι κάτοικοι ήταν ανήσυχοι. Στα καφενεία , στα σπίτια , στα μπακάλικα , στο σχολείο , στις πλατείε , παντού συζητιόταν αυτό το θέμα . Η απειλή του πολέμου είχε φτάσει και τους χτυπούσε την πόρτα . Πολλές οικογένειες πήραν τα αναγκαία κι έφυγαν. Άλλοι παρέμειναν και φέρονταν τόσο διπλωματικά όσο δεν πάει. Ο περισσότερος κόσμος πήγαινε στους Τούρκους και τους έλεγε  ότι ήταν με το μέρος τους με αντάλλαγμα το δικαίωμα να παραμείνουν στα σπίτια τους. Όχι όμως και ο πατέρας της Άννας.  Ήλπιζε πως κάτι θα άλλαζε την τελευταία στιγμή. Αγαπούσε τόσο πολύ το χωριό του, που δεν ήθελε να πιστέψει ότι έπρεπε να εγκαταλείψει οριστικά αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Όχι όμως και να συμμαχήσει με τον εχθρό!
                    Η μέρα της επίθεσης έφτασε . Οι εχθροί μπήκαν στο χωριό και κατέστρεψαν τα πάντα. Σκότωναν όποιον βρισκόταν εμπόδιο στο διάβα τους. Η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο . Όσοι  είχαν απομείνει στο χωριό δεν έβγαιναν απ’ τα σπίτια τους. Ο πατέρας της Άννας  μετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή που δεν άκουσε τη φωνή της λογικής ώστε να φύγει εγκαίρως και τώρα κινδύνευε η ζωή των παιδιών του.   
                    Το έσκασαν το βράδυ με χίλιες προφυλάξεις ,με τη βοήθεια του άρχοντα. Μέχρι να φτάσουν σε ελεύθερα  εδάφη είδαν κι έπαθαν.  Και τώρα ποιος θα τους συμπαραστέκονταν; Οι μόνοι συγγενείς που τους είχαν απομείνει ήταν στην Ελλάδα.  Έτσι για το καλό όλων αποφασίστηκε να φύγουν από την Κύπρο και να μετακομίσουν στην Αθήνα . Είχαν κάτι θείους εκεί και θα έμεναν προσωρινά σ’ αυτούς . Όταν το ανακοίνωσαν στο παππού και στη γιαγιά , συμφώνησαν παρόλο που ήξεραν πως δεν θα τους ήταν καθόλου εύκολο . Το δύσκολο κομμάτι ήταν τα παιδιά και ο τρόπος που θα τους το λέγανε. Θα έπρεπε να είναι προσεκτικοί και ήρεμοι . Κάλεσαν λοιπόν  τα τρία τους αγγελούδια και τους μίλησαν :
              -Παιδιά , πήραμε μία απόφαση και θέλουμε να σας την πούμε, είπε η μαμά .
          -Η μητέρα κι εγώ θεωρούμε πως καλό θα είναι να μετακομίσουμε στην Αθήνα, στο θείο Αρσένη και στη θεία Ναταλία .
          -Μα, πως θα τ’ αφήσουμε όλα πίσω , είπε ο Στέφανος, ο μεγάλος αδερφός της Άννας.
           -Είναι  πολύ δύσκολο και το ξέρουμε, αλλά δεν γίνεται αλλιώς . Βλέπετε την κατάσταση που επικρατεί εδώ, απάντησε ο μπαμπάς. Τα παιδιά  έσκυψαν το κεφάλι και δεν αποκρίθηκαν. Λυπήθηκαν πολύ.
                Τις επόμενες ημέρες είχε συννεφιά ακόμα και ο ουρανός λυπόταν και ένα είδος κατάθλιψης τους είχε κυριεύσει όλους. Έφτασε και η μέρα της αναχώρησης, όλα ήταν έτοιμα . Πήγαν με τα πόδια στο λιμάνι γιατί ήταν κοντά . Ανέβηκαν στο καράβι . Η Άννα είχε στηθεί στην πλώρη και έβλεπε το νησί της καθώς χάνονταν στον ορίζοντα. Το κοιτούσε και η ψυχή της έκλαιγε. Ένα δάκρυ κύλησε στο όμορφο της προσωπάκι . Τότε την πλησίασε ο μπαμπάς της και της είπε :
           -Μια μέρα θα γυρίσουμε, αγάπη μου, μην στεναχωριέσαι. Σου υπόσχομαι ότι εκεί που θα πάμε η ζωή μας θα καλυτερεύσει .
            -Το υπόσχεσαι;
            - Ναι πριγκίπισσά μου . Και με αυτήν την φράση έφυγε δίνοντας της ένα φιλί στο μέτωπο.  Αν και τα λόγια αυτά ήταν πολύ πειστικά, η φίλη μας δεν ηρέμησε και πολύ.
                    Νύχτωσε και η Άννα ξάπλωσε να κοιμηθεί . Στο ύπνο της είδε πως βρισκόταν στην Κύπρο, στο χωριό της, κι έπαιζε με τους φίλους της . Έτσι , ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Ξύπνησε απότομα να δει αν όντως ήταν πραγματικότητα. Όταν κατάλαβε πως ήταν ένα όνειρο, ξάπλωσε στο κρεβάτι της και θυμήθηκε τις μέρες που ετοιμάζονταν να φύγουν . Μετάνιωνε που δεν είχε  προλάβει να αποχαιρετήσει τους φίλους της πριν φύγει. Έπρεπε να κινηθούν με άκρα μυστικότητα για να γλιτώσουν.  Σκέφτηκε και τον Μιχάλη. Που να βρισκόταν άραγε;  Ήταν από τους πρώτους που είχαν εγκαταλείψει το χωριό. Θα τους ξανάβλεπε ποτέ;  Έκλαψε πικρά, ώρα πολλή, ώσπου την πήρε ο ύπνος.
                       Όταν άνοιξε τα μάτια της μια ηλιαχτίδα έμπαινε από το φινιστρίνι.  Είχε αρχίσει να ξημερώνει . Ήταν η πρώτη που σηκώθηκε το πρωί . Βγήκε απ’ την καμπίνα της , πήγε έξω και είδε την Αθήνα. Ω ! Θεέ μου! Ήταν τόσο όμορφη . Πραγματικά υπέροχη . Σε λίγο ξύπνησε και η γιαγιά. Την πλησίασε και της είπε με γλυκιά φωνή:                                                                                                             -Ξύπνησε το κορίτσι μου; Βλέπεις την Αθήνα; Πίστεψέ με, θα σου αρέσει πολύ .                                                                                                                                                  Η Άννα της χαμογέλασε και συνέχισε να κοιτάει .
                   Όταν ξημέρωσε εντελώς έφτασαν λιμάνι του Πειραιά.  Όταν αποβιβάστηκαν είδαν πως δεν ήταν μόνοι τους. Τους περίμεναν οι συγγενείς τους, που μόλις τους αντάμωσαν έτρεξαν κι έπεσαν στην αγκαλιά τους. Τους πήραν κι έφυγαν. Η μικρή κοιμήθηκε μέσα στο αμάξι .
                Όταν ξανάνοιξε τα μάτια της βρέθηκε έξω από μια μεγάλη μονοκατοικία.  Ήταν το σπίτι του θείου Αρσένη και της θείας Ναταλίας. Εκεί έμεινε με την οικογένειά της στις αρχές μέχρι να ορθοποδήσει ο πατέρας της οπότε και μετακόμισαν σε ένα διαμέρισμα αρκετά κοντά στους θείους τους.
              Νοσταλγούσαν  το μέρος τους. Τα πάντα τους φαινόταν διαφορετικά.  Ήθελαν να γυρίσουν πίσω αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Όλον αυτόν τον καιρό προσπαθούσαν να μάθουν νέα για την πατρίδα τους. Πότε από το ραδιόφωνο , άλλοτε από τις εφημερίδες και την τηλεόραση και πότε, πότε  συναντούσαν κανένα συμπατριώτη τους. Τα νέα που μάθαιναν, όμως, δεν ήταν καθόλου ευχάριστα . Κάθε φορά μάθαιναν πως όλο και περισσότερα χωριά είχαν κατακτήσει οι Τούρκοι. Κι έτσι κόπηκε η πατρίδα τους στα δυο.

                 Πέρασαν αρκετά  χρόνια. Η Άννα είχε γίνει πια μία πολύ εντυπωσιακή κοπέλα . Με ξανθά μακριά μαλλιά , χαμογελαστή , ευγενική ,ψιλή , αδύνατη και μετρημένη όπου έπρεπε. Εκείνη την μέρα ήταν τα γενέθλιά της. Ξύπνησε  λοιπόν  πολύ κεφάτη εκείνο το πρωινό . Έφαγε και πήγε να ντυθεί . Είχε πολλά φορέματα , μα σήμερα θα φορούσε το αγαπημένο της . Ένα λευκό φόρεμα με μπλε δαντελωτά μανίκια . Ετοιμάστηκε και αποφάσισε να πάει μια βόλτα. Κάποια στιγμή θέλησε να ξεκουραστεί και κάθισε σ’ ένα παγκάκι.  Μετά από λίγη ώρα ένα παλικάρι στο ακριβώς απέναντι παγκάκι να την κοιτάζει επίμονα . Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, όμως στη συνέχεια κατάλαβε ότι το πρόσωπό του, της ήταν οικείο . Γυρίζοντας το κεφάλι της , τον είδε δίπλα της .
                -Άννα; της είπε.
              -Με συγχωρείτε , γνωριζόμαστε;
               -Άννα Βασιλείου δε σε λένε;
               -Ναι . Μα, εσείς ποιος είστε;
               -Τόσο πολύ άλλαξα;  Για κοίταξέ με καλύτερα.
              -Μιχάλη..
              -Ναι, Άννα. Επιτέλους!
           Αγκαλιάστηκαν και η συγκίνηση ήταν τόσο έντονη που δεν μπορούσαν να μιλήσουν για αρκετή ώρα.
           Όταν η Άννα απέκτησε την αυτοκυριαρχία της είπε:
        -Εδώ και τόσα χρόνια προσπαθώ να μάθω νέα σας, μα τίποτα. Τι  να κάνουν   άραγε η Μαργαρίτα, ο Γιάννης και η Μαρία.
         - Ο Μιχάλης χαμήλωσε τα μάτια του και δεν αποκρίθηκε.
         - Μιχάλη, γιατί δεν μου απαντάς;
        - Οι μόνοι που γλίτωσαν από την παρέα  μας είμαστε εμείς οι δύο. Μην με ρωτάς άλλο..  Αυτά που έζησα με στοιχειώνουν. Εσύ που έφυγες από το νησί είσαι τυχερή. Γλίτωσες όλη την οδύνη και τον πόνο. Η απόσταση απαλύνει την  πραγματικότητα. Εγώ τώρα τελευταία μετακόμισα στην Αθήνα για σπουδές. Οι δικοί μου βρίσκονται στη Λευκωσία.
         - Είναι όλοι καλά;
         - Η μητέρα μου, όχι και τόσο. Στεναχωρήθηκε που έφυγα, βλέπεις.
       -Δεν έχει και άδικο! Και τώρα που μένεις;
       - Νοίκιασα μια μικρή γκαρσονιέρα δύο τετράγωνα παρακάτω, κοντά στην πλατεία με τα πλατάνια.
        -Θα αστειεύεσαι! Εκεί μένουμε κι εμείς!
        -Αυτό κι αν είναι σύμπτωση!
          - Λοιπόν, άσε τα λόγια και πάμε γρήγορα στο σπίτι. Όταν σε δει η μαμά μου δεν θα πιστεύει στα μάτια της.
         Πήγαν στο σπίτι της Άννας και η χαρά που έκαναν οι γονείς της και τα αδέρφια της ήταν απερίγραπτη.
    -Δεν νομίζω ότι έχω πάρει καλύτερο δώρο για τα γενέθλιά μου, είπε η Άννα την ώρα που ξεπροβόδιζε τον Μιχάλη.
   -Τα γενέθλιά σου…   Θυμάσαι τότε; Δεν καταφέραμε να τα γιορτάσουμε. Μας πρόλαβαν άλλοι…
    - Πότε θα πάψουν αυτά τα γεγονότα να μας κυνηγούν; Δεν θέλω να θυμάμαι.
    -Λάθος, είπε ο Μιχάλης. Το ξέρω ότι πονάς, αλλά δεν πρέπει να ξεχάσεις. Κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει.
   -Έχεις δίκιο.  Μα νιώθω τόση θλίψη ώρες, ώρες. Με πνίγουν οι εικόνες που κουβαλώ μέσα μου.
  -Όχι  πια . Τώρα θα έχεις εμένα και θα  μοιραζόμαστε τα πάντα.  Τι λες; είπε ο Μιχάλης και κοίταξε την Άννα στα μάτια.
 

        Έτσι το θέλησε η μοίρα. Αυτές οι όμορφες ψυχές που χωρίστηκαν τόσο βίαια σε τρυφερή ηλικία να ξαναβρεθούν και να μείνουν  μαζί για πάντα . Μέχρι τα βαθιά γεράματα….  

                                                                Τέλος


Συγγραφέας  :  Γιάντση Ειρήνη   ( Α’ Τάξη -  Γυμνάσιο Αμυνταίου)
Υπεύθυνη Καθηγήτρια :  Ωρολογά Θεοδώρα


        

                        


                 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Α. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις των αποστολέων τους.
Β. Θερμή παράκληση, τα σχόλια να είναι κόσμια, ώστε να συνεισφέρουν στο διάλογο.
Γ. Δεν δημοσιεύονται σχόλια:
1.-Υβριστικoύ χαρακτήρα
2.- Γραμμένα με greeklish
3.- Με προσωπικό περιεχόμενο

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.